hardrockpages: Jim Morrison

Rock Radio

Sorry this page uses a flash based native radio and needs adobe flash 10+ support.
Download Flash here.

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Jim Morrison. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Jim Morrison. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Οι Πρώτες Εμφανίσεις Των Άσημων "Doors". Έπαιζαν 5 Ώρες Και Έπαιρναν Μόνο 5 Δολάρια. Aπέλυαν Τον Μόρισον Κάθε Εβδομάδα.


  Το 1965, η ακτή Βένις στην Καλιφόρνια ήταν η Μέκκα των χίπηδων. Ο Jim Morrison εγκαταστάθηκε σε αυτό τον επίγειο παράδεισο, αφού παράτησε τις σπουδές του στον κινηματογράφο. Είχε αποτύχει παταγωδώς στην τελευταία εξέτασή του, όπου έπρεπε να γυρίσει μία δική του μικρού μήκους ταινίας. Απογοητευμένος, άφησε πίσω του τον κινηματογράφο και αφοσιώθηκε στην πρώτη του αγάπη, την ποίηση.Έμενε στη σοφίτα μιας αποθήκης. Για φως είχε μόνο ένα κερί, έτρωγε κονσέρβες και κοιμόταν σε ένα στρώμα στο πάτωμα.
Τοιχογραφία του Jim Morrison στην ακτή Βένις
Η λιτή ζωή δεν τον ενοχλούσε καθόλου, αφού κατανάλωνε τεράστιες ποσότητες ναρκωτικών που τον κρατούσαν σε ένα συνεχόμενο high.
Ξεχνούσε να κοιμηθεί και να φάει, με αποτέλεσμα να χάσει απότομα σχεδόν είκοσι κιλά.
Ο Jim Morrison ήταν όλη του τη ζωή παχουλός, αλλά το 1965 για πρώτη φορά έχασε τα παραπανίσια κιλά της εφηβείας.
Αδυνάτισε τόσο που αναδείχτηκε η εντυπωσιακή ομορφιά του προσώπου του, που μέσα σε λίγα χρόνια θα γινόταν ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και επιθυμητά στον κόσμο.
  Όλη μέρα, χαμένος στις σκέψεις του, σημείωνε φράσεις στο σημειωματάριό του. Σταδιακά, οι φράσεις πήραν τη μορφή ποιήματος και αργότερα τραγουδιού, όταν επενδύθηκαν με τη μελωδία που σιγοψιθύριζε ο Jim Morrison καθώς τις έγραφε. Αργότερα, δήλωσε σε συνέντευξή του: “Νομίζω η μουσική μου ερχόταν στο μυαλό πρώτα κι ύστερα έφτιαχνα τα λόγια, για να πηγαίνουν με τη μελωδία”.
  Κάποια μέρα του 1965, ο Jim Morrison συνάντησε τον παλιό συμφοιτητή του, Ray Manzarek. Σε αντίθεση με τον Jim Morrison ο Ray Manzarek είχε τελειώσει με άριστα τη σχολή κινηματογράφου στο πανεπιστήμιο UCLA και οι ταινίες που είχε δημιουργήσει είχαν πάρει άριστες κριτικές. Ο Jim Morrison του έδειξε τα ποιήματά του και ο Ray Manzarek εντυπωσιάστηκε. Ενθουσιασμένος, αναφώνησε: “Φτιάχνουμε ένα συγκρότημα ροκ και βγάζουμε ένα εκατομμύριο δολάρια”.
  Αμέσως άρχισαν τις πρόβες. Ο Jim Morrison τραγουδούσε, αν και η φωνή ήταν ακόμα πολύ αδύναμη και ο ίδιος δεν είχε μεγάλη άνεση στη σκηνή. Εκτός από αυτούς τους δύο τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος ήταν ο οι δύο αδελφοί του, Rick και Jim Manzarek ο ντράμερ John Densmore και μία κοπέλα που έπαιζε μπάσο, της οποίας το όνομα δεν θυμόταν κανείς όταν πια έγιναν διάσημοι.
  Ηχογράφησαν τα πρώτα τους τραγούδια και τα παρουσίασαν σε δισκογραφικές εταιρείες, αλλά καμμία δεν τους προσέφερε συμβόλαιο. Τελικά, γνώρισαν ένα κυνηγό ταλέντων για την εταιρεία “Columbia”, ο οποίος ενδιαφέρθηκε για τον ήχο τους. Του προσέφερε μια δοκιμαστική εξάμηνη περίοδο, κατά την οποία θα επέβλεπε τη δουλειά τους. Ο Jim Morrison ενθουσιάστηκε, γιατί η “Columbia” ήταν η δισκογραφική εταιρεία του Μπομπ Ντύλαν.
  Όμως για μήνες, το συγκρότημα βρισκόταν σε αδράνεια. Η Columbia δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον και οι “Doors” κατέληξαν να τρώγονται μεταξύ τους. Οι δύο αδελφοί του Μάνζαρεκ αποχώρησαν και αντικαταστάθηκαν από τον 19χρονο κιθαρίστα Robby Krieger Τους έλειπε όμως το μπάσο και ο ήχος τους δεν ακουγόταν ολοκληρωμένος.
Κατάφεραν να βρουν μία μόνιμη δουλειά στο μαγαζί “London Fog”.
Ήταν ένα απ’ τα μπαρ πάνω στη Hollywood Boulevard, τον δρόμο όπου πρωτοεμφανίστηκαν μερικά απ’ τα μεγαλύτερα συγκροτήματα της ροκ σκηνής. Το πιο δημοφιλές μαγαζί ήταν το Whiskey A Go Go, όπου σύχναζαν όλοι οι ροκάδες και στο οποίο έπαιζαν τα καλύτερα συγκροτήματα.
  Το London Fog, αν και βρισκόταν στο σωστό σημείο, θεωρούνταν παρακμιακό.
Οι Doors στο London Fog

Συγκέντρωνε περίεργο κόσμο, κυρίως πόρνες και εγκληματίες.
Ο ιδιοκτήτης του είχε το ίδιο όνομα με τον θρυλικό ληστή τρένων, Τζέσε Τζέιμς, και ήταν εξίσου αδίστακτος.
Εκμεταλλευόταν τους νέους και άσημους Doors, ζητώντας τους να παίζουν κάθε βράδυ για πέντε ώρες. Τους έδινε μόνο πέντε δολάρια τη βραδιά και αυτό, μόνο αν είχε έσοδα το μαγαζί.
Στα διαλείμματα, ο Jim Morrison συνήθιζε να περπατά μέχρι το “Whiskey A Go Go” και να φαντάζεται ότι έπαιζε εκεί.
  Μετά από μερικούς μήνες συνεχών εμφανίσεων, το συγκρότημα άρχισε να δένεται.
Ο Jim Morrison, που στην αρχή τραγουδούσε μαγκωμένος πάνω στη σκηνή, πλέον ένιωθε άνετος και χαλαρός.  Έπαιρνε τόσα πολλά ναρκωτικά που πίστευε ότι ήταν σε άλλο κόσμο.
Χάιδευε το κορμί του με ένα μαύρο μαντήλι, κουνούσε νωχελικά τα χέρια και το κεφάλι του και χρησιμοποιούσε τη φωνή του για να σαγηνεύει το κοινό.
  Οι “Doors” άρχισαν να γίνονται γνωστοί στον κόσμο του Λος Άντζελες και κάποια μέρα πήγε να τους δει η όμορφη μελαχρινή Ρόνι Χάραν, που συνεργαζόταν με το Whiskey A Go Go.
Ήταν σίγουρη πως οι «Doors» θα είχαν λαμπρό μέλλον και τους ζήτησε να κάνουν μερικές εμφανίσεις στο μαγαζί. Κατάφερε να πείσει και τον ιδιοκτήτη του μπαρ, Έλμερ Βάλενταϊν, που τους αντιπαθούσε.Οι εμφανίσεις των «Doors» στέφθηκαν με τεράστια επιτυχία. Ο κόσμος τους λάτρεψε.
Ο Jim Morrison βρισκόταν πάντα υπό την επήρεια ναρκωτικών και η τρελή συμπεριφορά του γοήτευε ακόμα περισσότερο το κοινό.  Εκτός από τις αισθησιακές κινήσεις που συνόδευαν τα τραγούδια, συνήθιζε να φωνάζει πάνω στη σκηνή, βρίζοντας τον ιδιοκτήτη του μπαρ και τα άλλα συγκροτήματα που έπαιζαν.

  Ο Βάλενταϊν τους απέλυε τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, αλλά στο τέλος αναγκαζόταν να τους επαναπροσλάβει, για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του κοινού. Οι γυναίκες ήταν πάντα οι πιο σθεναροί υποστηρικτές του Jim Morrison. Αυτές ήταν και ο λόγος που οι «Doors» δεν έχασαν τη δουλειά τους στο Whiskey A Go Go.
  Κάθε φορά που απολύονταν, εμφανιζόταν μία 14χρονη, φανατική θαυμάστρια του Jim Morrison μαζί με καμιά δεκαριά άλλες φίλες της, οι οποίες στέκονταν έξω από το μαγαζί σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Και δεν ήταν η μοναδική.
Σχεδόν κάθε γυναίκα που περνούσε τη πόρτα του μπαρ, ρωτούσε πότε θα εμφανιστεί ο αδύνατος τραγουδιστής των «Doors», με το δερμάτινο παντελόνι και τη σεξουαλική φωνή. Ακόμα και οι χορεύτριες του μαγαζιού, που αντιμετώπιζαν τα πάντα με κυνισμό και χωρίς ίχνος ενθουσιασμού, τον παρακολουθούσαν με προσήλωση.
  Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία του Jim Morrison.
Και ακόμα, ήταν μόνο η αρχή.

Πηγή: mixanitouxronou 

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Jim Morrison, Ο Θάνατος Του Και Η Ελληνική Επιγραφή Στον Τάφο Του.


Στις 3 Ιουλίου του 1971, πέθανε ο ποιητής της ροκ, ο μυστικιστής γόης, ο «Βασιλιάς της Οργασμικής Ροκ» που άφησε πίσω του μία ασύγκριτη υστεροφημία. Το όνομά του ήταν ζέημς «Τζιμ» Ντάγκλας Μόρισον (James "Jim" Douglas Morrison) (8 Δεκεμβρίου 1943 - 3 Ιουλίου1971) ήταν ένας Αμερικανός τραγουδιστής, τραγουδοποιός, συγγραφέας και ποιητής.
  Γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Φλόριντα και ήταν ο τραγουδιστής και στιχουργός του δημοφιλούς αμερικάνικου ροκ συγκροτήματος The Doors. Θεωρείται ένας από τους πιο χαρισματικούς ερμηνευτές στην ιστορία της ροκ μουσικής. Έγραψε επίσης αρκετά βιβλία ποίησης, ένα μικρό ντοκιμαντέρ και δύο βίντεο κλιπ ("The Unknown Soldier" και "People are Strange").
  Ο θάνατός του σε ηλικία 27 ετών στο Παρίσι της Γαλλίας κατέπληξε τους θαυμαστές του. Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες πέθανε και ο μυστικός ενταφιασμός του έγιναν αφορμή για ατελείωτες φήμες και παίζουν σημαντικό ρόλο στο μυστήριο που εξακολουθεί να τον περιβάλλει.
 Ο Τζιμ Μόρισον είχε σκωτσέζικη και ιρλανδική καταγωγή και ήταν γιος του ναυάρχου Τζωρτζ Στίβεν Μόρισον και της Κλάρα Κλαρκ Μόρισον, που γνωρίστηκαν το 1941 στη Χαβάη. Ο Τζιμ Μόρισον γεννήθηκε 11 μήνες μετά, στη Μελβούρνη της Φλόριντα.
 Το 1971, ο Μόρισον μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι μαζί με την Πάμελα Κούρσον (Pamela Courson). Είχε έρθει στη Γαλλία για να απομακρυνθεί απ’ τα φώτα της δημοσιότητας και το ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί για αυτόν στις Η.Π.Α, όπου τον κατηγορούσαν για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Ο Μόρισον ένιωθε την ανάγκη να ανασυνταχτεί και να ασχοληθεί αποκλειστικά με την ποίησή του, την οποία είχε παραμελήσει τα τελευταία χρόνια. Πού αλλού θα μπορούσε να βρει την έμπνευσή του, αν όχι στην πόλη των τεχνών και των γραμμάτων;
 Του άρεσε η αρχιτεκτονική της πόλης και κάθε μέρα έκανε μεγάλους περιπάτους στους δρόμους του Παρισίου και επισκεπτόταν τα στέκια των άλλων μεγάλων προσωπικοτήτων που είχαν περάσει από εκεί. Θαύμαζε τον Όσκαρ Γουάιλντ που είχε πεθάνει στο Παρίσι και η σωρός του βρισκόταν στο ίδιο νεκροταφείο που επρόκειτο να ταφεί κι ο ίδιος ο Jim Morrison. Η έμπνευση όμως που τόσο επιθυμούσε δεν έρχονταν, απλά και μόνο επειδή άλλαξε πόλη. Απογοητευμένος, συνέχισε να πίνει μέχρι τελικής πτώσεως. Η καθημερινή του κατανάλωση μπορεί να έφτανε και τα δύο μπουκάλια ουίσκι.   Αγαπούσε ιδιαίτερα το αλκοόλ και την κοκαΐνη, αλλά αντιμετώπιζε την ηρωΐνη με μεγάλη επιφύλαξη. Μάλιστα συγκρούονταν συχνά με τη φίλη του, Πάμελα Κούρσον, επειδή έκανε συχνά χρήση ηρωίνης.Τ, όμως λέγεται ότι τον είχε πιάσει κατάθλιψη και ήθελε να επιστρέψει στην Αμερική.
 Στο Παρίσι έκανε και την τελευταία του ηχογράφηση σε στούντιο με δυο Αμερικανούς μουσικούς του δρόμου. Ο Μάνζαρεκ απέρριψε αυτή την ηχογράφηση ως "ασυναρτησίες μεθυσμένων". Ένα τραγούδι από αυτήν, το "Orange County Suite" ακούγεται στο bootleg "Lost Paris Tapes".
 Έτσι περνούσε τις μέρες του ο Μόρισον στο Παρίσι και η 2 Ιουλίου, δεν διέφερε σημαντικά. Τον επισκέφτηκε ο φίλος του απ’ το πανεπιστήμιο, Αλέν Ρενέ και πήγαν για ένα περίπατο στην πόλη. Ο Ρενέ παρατήρησε ότι ο Μόρισον φαινόταν ανήσυχος και χλωμός, ενώ τον έπιαναν συχνά κρίσεις λόξιγκα. Σταμάτησαν σε ένα εστιατόριο για φαγητό, αλλά ο τραγουδιστής δεν αισθανόταν καλά. Είχαν υπάρξει και κάποιες περιπτώσεις τους τελευταίους μήνες, που ο Jim Morrison έφτυνε αίμα. Οι καταχρήσεις είχαν προκαλέσει σοβαρές βλάβες στον οργανισμό του.
 Λίγο μετά τις έξι το απόγευμα, ο φίλος του αποχώρησε και ο Μόρισον έμεινε μόνος του. Δεν του άρεσε η μοναξιά, αν και βρισκόταν στο Παρίσι ακριβώς για να απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο. Συναντήθηκε με την Πάμελα και συνέχισαν τη βόλτα τους, πριν να επιστρέψουν στο διαμέρισμα που μοιράζονταν.
  Ήταν η τελευταία νύχτα που θα περνούσαν μαζί. Εκείνο το βράδυ, ο Μόρισον και η Πάμελα «σνίφαραν» ηρωίνη, ενώ παρακολουθούσαν ερασιτεχνικά βίντεο από παλιότερες διακοπές του.
Έκαναν τακτικά διαλείμματα για περισσότερα ναρκωτικά, μέχρι που αποκοιμήθηκαν. Η Πάμελα ξύπνησε τη νύχτα από το βήχα του Μόρισον. Βρισκόταν στη μπανιέρα και ξερνούσε αίμα. Όταν πέρασε η κρίση, η Πάμελα τον ρώτησε να ήθελε να καλέσουν το γιατρό, αλλά ο τραγουδιστής ένιωθε καλύτερα και της είπε να συνεχίσει τον ύπνο της. Η Πάμελα τον άφησε, χωρίς να ξέρει ότι αυτές ήταν οι τελευταίες του στιγμές. Όταν ξύπνησε, στις 6 το πρωί της 3η Ιουλίου του 1971, ο Τζιμ Μόρισον ήταν νεκρός στη μπανιέρα. Ήταν μόλις 27 χρονών.
  Ο Μόρισον πέθανε στις 3 Ιουλίου του 1971 σε ηλικία 27 ετών. Η επίσημη εκδοχή είναι ότι η Πάμελα Κούρσον τον βρήκε νεκρό στη μπανιέρα. Ετάφη με ταχύτατες διαδικασίες στο νεκροταφείο «Pere Lachaise» του Παρισίου. Δεν έγινε αυτοψία, γιατί ο γιατρός που τον εξέτασε είπε ότι δεν βρήκε στοιχεία εγκληματικής ενέργειας. Η απουσία αυτοψίας έδωσε λαβή για πολλές εικασίες σχετικά με την αιτία θανάτου. Επειδή τάφηκε γρήγορα χωρίς να τον προλάβουν οι συγγενείς και οι φίλοι, με κλειστό φέρετρο, πολλοί υποστήριζαν ότι ήταν ένα τρικ. Ένας τρόπος για να εξαφανίσει το παρελθόν του και να κάνει μια νέα αρχή.
  Ο Ντάνυ Σάγκερμαν διηγείται ότι όταν η Κούρσον επέστρεψε στις ΗΠΑ, του είπε ότι ο Μόρισον είχε πεθάνει από υπερβολική δόση ηρωίνης, την οποία είχε εισπνεύσει νομίζοντας πως είναι κοκαΐνη. Ο Σάγκερμαν σημειώνει ότι η Κούρσον έδινε διαφορετικές εκδοχές του θανάτου κατά καιρούς, τη μια λέγοντας ότι εκείνη τον είχε σκοτώσει και την άλλη ότι ο θάνατός του ήταν λάθος της. Η ιστορία με την αθέλητη λήψη ηρωίνης υποστηρίζεται από τη διήγηση του Αλέν Ρονέ, που έκανε παρέα με το ζευγάρι στο Παρίσι. Ο Ρονέ είχε γράψει ότι ο Μόρισον πέθανε από αιμορραγία αφού εισέπνευσε ηρωίνη της Κούρσον κι ότι εκείνη άθελά της αποκοιμήθηκε, αφήνοντάς τον να πεθάνει αντί να καλέσει για ιατρική βοήθεια.
Η Ελληνική Επιγραφή
 Όσο όμως άλυτο μυστήριο παραμένει ο θάνατος του, άλλο τόσο ανεξήγητη και αινιγματική είναι και η επιγραφή που υπάρχει στον τάφο του και μάλιστα στα ελληνικά: «Κατά τον δαίμονα εαυτού».
 Οι θεωρίες για το ποιος έχει γράψει την επιγραφή είναι πολλές: Ο Jim Morrison πριν δημιουργηθεί το συγκρότημα είχε πει: «Ή θα κάνουμε έναν φόνο ή θα δημιουργήσουμε μία θρησκεία». Τελικά τα κατάφεραν και στα δύο: πρώτον οι DOORS έγιναν θρησκεία και δεύτερον ο φόνος έγινε με τον θάνατό του. Ένα θάνατο που ο Morrison δεν φοβήθηκε ποτέ. Τον μόνο φόβο που είχε ήταν ο ίδιος του ο εαυτός και η επιγραφή στον τάφο του γράφτηκε, λέγεται, κατά δική του παραγγελία μια και αγαπούσε όπως έλεγε την ελληνική φιλοσοφία.
  Γι’ αυτό και στο τραγούδι του «The End» μιλά με έναν δικό του μοναδικό τρόπο για το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα.
  Το βασικό ερώτημα για το επιτύμβιο ρητό αφορά το πού αναφέρεται: αν αφορά τον τρόπο του θανάτου του, τότε πιθανότατα δεν λέει τίποτα παραπάνω από το πασιφανές ότι ο Τζιμ Μόρισον... έζησε και πέθανε "κατά τον δαίμονα εαυτού", πέτυχε δηλαδή αλλά και ταυτόχρονα καταστράφηκε από τις δικές του δυνάμεις και μόνο.
  Θα μπορούσε όμως να αποτελεί και μία αναφορά στην μεταθανάτια τύχη της ψυχής του... έναν υπαινιγμό για τη Μέλλουσα Κρίση.
  Οπότε και σε αυτήν την περίπτωση, ο ποιητής της επιγραφής, μας δηλώνει ξεκάθαρα, ότι ο αγαπημένος τραγουδιστής θα κριθεί, και πάλι, "κατά τον δαίμονα εαυτού" - σύμφωνα με τις δικές του πράξεις, τις προσωπικές του επιτυχίες και αποτυχίες...

Πηγή: η μηχανή του χρόνου